- πρέσβειρα
- η, ΝΑ(ως θηλ. τ. τού πρέσβυς) νεοελλ.1. γυναίκα που είναι πρεσβευτής2. η σύζυγος τού πρέσβευτήαρχ.1. αυτή που έχει μεγάλη ηλικία2. (στην κωμ.) το μεγαλύτερο χέλι τής Κωπαΐδας.[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. τ. τού πρέσβυς κατά το αυτιάνειρα*].
Dictionary of Greek. 2013.